- οστίτιδα
- ηπάθηση, φλεγμονή των οστών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οστίτιδα — η ιατρ. φλεγμονώδης πάθηση τού οστίτη ιστού, μικροβιακής, παρασιτικής ή χημικής αιτιολογίας, αλλ. οστεΐτιδα (α. «λοιμώδης οστίτιδα» β. «φυματιώδης οστίτιδα,») … Dictionary of Greek
οστεΐτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονή του οστίτη ιστού. Εμφανίζεται συνήθως στα παιδιά και προσβάλλει κυρίως τα σπογγώδη οστά, τις πλευρές, τους σπόνδυλους και τα άκρα των οστών. Διακρίνεται σε οξεία ή χρονία (τερηδόνα) και, ανάλογα με το μικρόβιο που την προκαλεί,… … Dictionary of Greek
οστεόφθιση — η ιατρ. παλαιός όρος για την φυματιώδη οστίτιδα … Dictionary of Greek
Πάτζετ, νόσος του- — (Ιατρ.). Δυο είναι τα γνωστά με αυτό το όνομα νοσήματα. Το ένα προσβάλλει αποκλειστικά τους μαστούς γυναικών άνω των 40 ετών με χαρακτήρα προκαρκινωματικής βλάβης (σπάνιο στον άντρα). Αρχίζει σαν μια χρόνια εκζεματική αλλοίωση της άλω της θηλής… … Dictionary of Greek